- μαντρόσκυλο
- [мандроскнло] ουσ. о. овчарка,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μαντρόσκυλο — το, και μαντρόσκυλος, ο 1. σκυλί που φυλάει τα κοπάδια, τσοπανόσκυλο, ποιμενικός σκύλος 2. (για ανθρώπους) α) αυστηρός φύλακας β) μπράβος … Dictionary of Greek
μαντρόσκυλο — το το σκυλί που φυλάει τα ζώα στο μαντρί, το τσοπανόσκυλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρόσκυλος — ο σκύλος που περιφρουρεί κλειστό αγροτικό χώρο ή μάντρα (κν. μαντρόσκυλο) … Dictionary of Greek
τσο(μ)πανόσκυλο — το, Ν 1. σκυλί που φυλάγει το κοπάδι, μαντρόσκυλο 2. ράτσα σκυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + σκυλί] … Dictionary of Greek
τσοπανόσκυλο — το το ποιμενικό σκυλί, το μαντρόσκυλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)